- βάψω
- βάπτωdipaor subj act 1st sgβάπτωdipfut ind act 1st sgβάπτωdipaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαρδιανικός — ή, όν, Α [Σαρδιανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σαρδιανό ή στις Σάρδεις («ἵνα μή σε βάψω βάμμα Σαρδιανικόν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek